καλοφτ(ε)ιαγμένος

καλοφτ(ε)ιαγμένος
και καλοφτ(ε)ιασμένος, -η, -η
βλ. καλοφτ(ε)ιάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • καλόφτ(ε)ιαστος — και καλόφτ(ε)ιαχτος, η, ο [καλοφτειάνω] αυτός που έχει κατασκευαστεί καλά, στερεά, καλοφτ(ε)ιαγμένος («καλόφτ(ε)ιαστη βάρκα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”